μαμμάν

μαμμάν
μαμμᾱν (Α) [μάμμη]
1. νηπιακή λέξη για την τροφή
2. φρ. «μαμμᾱν αἰτεῑν»
(για τα νήπια) αναζήτηση τροφής, μαμ-μαμ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαμμᾶν — μάμμη mother fem gen pl (doric aeolic) μαμμᾶν cry for food fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάμμαν — μάμμᾱν , μάμμη mother fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάματα — και μάμματα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μάματα ποιήματα, βρώματα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλεκτικό τ. (δωρ. μακεδον.) τής λ. μάγματα* (πρβλ. μάσσω «ζυμώνω»). Κατ άλλους, η λ. συνδέεται με το μαμμᾶν* «θηλάζω, τρώγω» (πρβλ. μάμμη)] …   Dictionary of Greek

  • μαμούδι — και μαμούνι, το (Μ μαμούδι και μαμούνι) έντομο, ζωύφιο νεοελλ. μτφ. άνθρωπος αεικίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποκορ. τού μάμμος (II) «οικέτης». Κατ άλλους, από το ρ. μαμμᾶν < μάμμη. Τέλος, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το μαμούδι < μούμουδο <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”